- εὐήτριος
- εὐήτριοςwith goodmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευήτριος — (I) εὐήτριος, ον και δωρ. τ. εὐάτριος, ον (ΑΜ) ο υφασμένος με καλή και λεπτή κλωστή («αἱ εὐήτριοι σινδόνες») αρχ. αυτός που υφαίνει καλά («πέπλων εὐάτριον ἐργάτιν... κερκίδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήτριον «ύφανση»]. (II) εὐήτριος, ον (Α) ευκοίλιος … Dictionary of Greek
εὐήτριον — εὐήτριος with good masc/fem acc sg εὐήτριος with good neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐητρίοις — εὐήτριος with good masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐητρίους — εὐήτριος with good masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐήτρια — εὐήτριος with good neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐήτριοι — εὐήτριος with good masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐάτριον — εὐά̱τριον , εὐάτριος masc/fem acc sg εὐά̱τριον , εὐάτριος neut nom/voc/acc sg εὐά̱τριον , εὐήτριος with good masc/fem acc sg (doric) εὐά̱τριον , εὐήτριος with good neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάτριος — εὐάτριος, ον (Α) δωρ. τ., βλ. ευήτριος … Dictionary of Greek
εὐάτριοι — εὐά̱τριοι , εὐάτριος masc/fem nom/voc pl εὐά̱τριοι , εὐήτριος with good masc/fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)